σπογγοκολυμβητής

σπογγοκολυμβητής
σπογγο-κολυμβητής, οῦ, ,= foreg., Lycurg.Fr.85.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σπογγοκολυμβητής — ὁ, Α αυτός που κάνει καταδύσεις για να βγάλει σπόγγους, σφουγγαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + κολυμβητής] …   Dictionary of Greek

  • σπογγοκολυμβηταί — σπογγοκολυμβητής masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”